- μηχανοποιία
- μηχανοποΐα, ἡ (Α) [μηχανοποιός]1. η τέχνη τού μηχανοποιού2. η κατασκευή πολεμικών μηχανών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηχανοποιία — μηχανοποιίᾱ , μηχανοποιία construction of engines of war fem nom/voc/acc dual μηχανοποιίᾱ , μηχανοποιία construction of engines of war fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανοποιίας — μηχανοποιίᾱς , μηχανοποιία construction of engines of war fem acc pl μηχανοποιίᾱς , μηχανοποιία construction of engines of war fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανοποιίαν — μηχανοποιίᾱν , μηχανοποιία construction of engines of war fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανοποιητική — μηχανοποιητική, ἡ (Α) η τέχνη τού μηχανοποιού, μηχανοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. μηχανοποιητικός (< μηχανοποιῶ)] … Dictionary of Greek